- παράκλησιν
- παράκλησιςcalling to one's aidfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безчислиѥ — БЕЗЧИСЛИ|Ѥ (5*), ˫А с. Безмерность, бесконечность; неумеренность: и нын˫а такожде за бечислиѥ и ѥдиноу силоу прѣ||кы гл҃ющиихъ съказаашесѩ. (διὰ τῆς ἀπειρίας!) КЕ XII, 149 150; ови же двѣ началѣ нероженѣ образують слова дроугъ дроугоу противьѥмь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ταβουλλάριος — Ονομαζόταν τ. από τους Βυζαντινούς ο γραμματοφύλακας ή αρχειοφύλακας. Ο προϊστάμενός τους ονομαζόταν πριμμικήριος των ταβουλλάριων. Ο τ. έπρεπε να είναι ανεπίληπτης διαγωγής, σεμνός στο ήθος και πνευματικά υγιής. Επιπλέον έπρεπε να είναι κάτοχος… … Dictionary of Greek